φοινίκουρος — φοινί̱κουρος , φοινίκουρος red start masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινίκουρος — (phoenicurus). Στρουθοειδές της οικογένειας των τουρδιδών, γνωστό και με το όνομα κοκκινόκωλος. Έχει συνολικό μήκος περίπου 15 εκ. Ζει στην Ευρώπη και στην κεντροδυτική Ασία και διαχειμάζει στην Αφρική και στην Εγγύς Ανατολή. Το φτέρωμα των… … Dictionary of Greek
γιαννάκης — και γιαννάκος, ο κν. ονομασία τού πτηνού Φοινίκουρος* ο ώχρουρος … Dictionary of Greek
ερίθακος — ἐρίθακος, ὁ (AM) Ι. ωδικό πτηνό που μαθαίνει να ψελλίζει λέξεις όπως ο παπαγάλος ονομάζεται και εριθεύς, ερίθυλος, φοινίκουρος (κν. πετρίτης) 2. παροιμ. «οὐ τρέφει μία λόχμη δύο ἐριθάκους» γι’ αυτούς που προσπαθούν να κερδίσουν από μικρά πράγματα … Dictionary of Greek
σπεντζάς — ο, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού πτηνού φοινίκουρος … Dictionary of Greek
φοινίκουροι — φοινί̱κουροι , φοινίκουρος red start masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
phœnicurous — phœniˈcurous, a. Zool. [f. Gr. ϕοινίκουρος red tailed, spec. the redstart.] Having a red tail. in Mayne Expos. Lex … Useful english dictionary